- τριτάξιος
- ος, ο[ν] трёхклассный (о школе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτάξιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τρεις τάξεις 2. φρ. «τριτάξιο δημοτικό σχολείο» σχολείο με τρεις δασκάλους για τις έξι τάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάξιος (< τάξη), πρβλ. εξα τάξιος. Το επίθ., στο ουδ. τριτάξιον, μαρτυρείται από το 1833… … Dictionary of Greek
τριτάξιος — α, ο που έχει τρεις τάξεις: Τριτάξιο Λύκειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξατάξιος — α, ο που έχει έξι τάξεις ή που έχει έξι δασκάλους (πρβλ. μονοτάξιος, τριτάξιος κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)